- εμπορίζομαι
- ἐμπορίζομαι (Α)προστίθεμαι ως εφόδιο, συσσωρεύομαι («ὅταν γέρων γέροντι γνώμην διδοῑ, θησαυρὸς ἐπὶ θησαυρὸν ἐμπορίζεται», Μεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπορισομένω — ἐμπορίζομαι to be provided fut part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἐμπορίζομαι to be provided fut part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορισθέντων — ἐμπορίζομαι to be provided aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορίζεσθαι — ἐμπορίζομαι to be provided pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορίζεται — ἐμπορίζομαι to be provided pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)